- μεσονυκτικό(ν)
- το (Μ μεσονυκτικόν και μεσανυκτικόν και μεσανυχτικόν και μισονυχτικό)εκκλησιαστική ακολουθία που διαβάζεται καθημερινά, ιδίως στα μοναστήρια, κατά τα μεσάνυχταμσν.1η ώρα τού μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα2. (ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια τού μεσονυκτίου, κατά τα μεσάνυχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσονυκτικός*. Ο τ. μισονυχτικό κατ' επίδραση τού επιθ. μισός].
Dictionary of Greek. 2013.